Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Κάλαντα Χριστουγέννων

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων είναι ένα πανελλαδικό παραδοσιακό έθιμο. Από τη βυζαντινή εποχή ψέλνονταν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και σήμερα, από παρέες παιδιών που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από το λατινικό Calenda, που σημαίνει πρώτη έκαστου μήνα. Το δε γνωστό «εις τας ελληνικάς καλένδας» είναι ίσον με το «ουδέποτε», γιατί οι Έλληνες δεν είχαν καλένδας», αλλά μόνον οι Ρωμαίοι. Από κει προήλθε και η νέα λέξη κάλαντα, που ψέλνονται κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς. 

Τα σημερινά κάλαντα, που ψέλνονται, καθώς και τα λοιπά θρησκευτικά άσματα, έχουν στενή συγγένεια με την αρχαία λατρεία ή τα παλαιά έθιμα της ομηρικής εποχής και των μετέπειτα χρόνων. Έχουν το ίδιο θέμα προς τα σημερινά κάλαντα, ως προς την σύνθεση, τον χαρακτήρα και την ουσία των συναισθημάτων που εκδηλώνονται. Η διαφορά μεταξύ των σημερινών και των αρχαίων σχετικών τραγουδιών είναι, ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως των σημερινών είναι πιο ζωηρός. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τόσο στα αρχαία όσο και στα σημερινά τραγούδια, οι έπαινοι και τα εγκώμια είναι ίδια και ίδιες οι ευχές για την ευτυχία του σπιτιού, που απευθύνονται από τους μικρούς ψάλτες της πατρίδας μας. 

Τα παιδιά από νωρίς άρχιζαν, συντροφιές - συντροφιές να περιέρχονται τα σπίτια, για τα κάλαντα και να φιλοδωρούνται με γλυκίσματα. Αργότερα, τα φιλοδωρήματα ήτανε χρηματικά.


Παραδοσιακά Κάλαντα Χριστουγέννων

Καλήν εσπέραν άρχοντες, 
αν είναι ορισμός σας, 
Χριστού τη Θεία γέννηση, 
να πω στ' αρχοντικό σας. 

Χριστός γεννάται σήμερον, 
εν Βηθλεέμ τη πόλη, 
οι ουρανοί αγάλλονται, 
χαίρεται η φύσης όλη. 

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, 
εν φάτνη των αλόγων, 
ο βασιλεύς των ουρανών, 
και ποιητής των όλων. 

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστης, 
και τούτο άξιον εστί, 
η των ποιμένων πίστης. 

Εκ της Περσίας έρχονται, 
τρεις μάγοι με τα δώρα, 
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, 
χωρίς να λείψει ώρα. 

Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, 
με πόθο ερωτούσι, 
πού εγεννήθει ο Χριστός, 
να πάν να τον ευρώσι. 

Δια Χριστόν ως ήκουσε, 
ο βασιλεύς Ηρώδης, 
αμέσως εταράχτηκε, 
κι έγινε θηριώδης. 

Διατί πολλά φοβήθηκε, 
δια τη βασιλεία, 
μην του τη πάρει ο Χριστός, 
και χάσει την αξία. 

Κράζει τους μάγους και ρωτά, 
που ο Χριστός γεννάται, 
εν Βηθλεέμ ηξέρομε, 
ο συγγραφεύς διηγάται. 

Τον είπε να υπάγουσι, 
και όπου τον εβρούσιν, 
αφού τον προσκυνήσουσιν, 
να παν να του το πούσιν 

Όπως υπάγει και αυτός, 
για να τον προσκυνήσει, 
με δόλο ως μισόθεος, 
για να τον αφανήσει. 

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας, 
και τον αστέρα βλέπουν, 
φως θεϊκό κατέβαινε, 
και με χαρά προστρέχουν. 

Φτάνοντας εις το σπήλαιο, 
βρίσκουν την Θεοτόκο, 
και βάστα στας αγκάλας της, 
τον Άγιον της Τόκο. 

Γονατιστοί τον προσκυνούν, 
και δώρα του χαρίζουν, 
σμύρνα χρυσό και λίβανο, 
θεό τον εφημίζουν. 

Σμύρνα είναι νέος άνθρωπος, 
χρυσό ως Βασιλέα, 
και λίβανο νέος θεός, 
σ’ όλη την ατμοσφαίρα. 

Αφού τον προσκυνήσασιν, 
ευθύς πάλι μισεύουν, 
και τον Ηρώδη μελετούν, 
να πάνε για να εύρουν. 

Άγγελος εκ των ουρανών, 
βγαίνει τους εμποδίζει, 
από άλλην οδό να πορευτούν, 
αυτός τους διορίζει. 

Και πάλι άλλος Άγγελος, 
τον Ιωσήφ προστάζει, 
εις Αίγυπτο να πορευτεί, 
και εκεί να ησυχάζει. 

Να πάρει και την Μαριάμ, 
μαζί με τον υιό της, 
γιατί ο Ηρώδης εζητεί, 
τον τόκο τον δικό της. 

Μη βλέποντας ο Βασιλεύς, 
τους μάγους να γυρίζουν, 
στην Βηθλεέμ επρόσταξε, 
παιδί να μην αφήσουν. 

Χιλιάδες δεκατέσσερις, 
σφάζουν σε μια ημέρα, 
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό, 
είχε κάθε μητέρα. 

Και επληρώθην το ρηθέν, 
Προφήτου Ησαϊου, 
ως και των άλλων προφητών, 
και του Ιερεμίου. 




Χριστουγεννιάτικα κάλαντα Πελοποννήσου

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, 
πρώτη γιορτή του χρόνου, 
για βγάτε, δέτε, μάθετε, 
πως ο Χριστός γεννάται. 

Γεννάται κι αναθρέφεται,
με μέλι και με γάλα, 
το μέλι τρων οι άρχοντες, 
το γάλα οι αφεντάδες 
και το μελισσοβότανο, 
το νίβονται οι κυράδες.

Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, 
κυρά γαϊτανοφρύδα, 
κυρά μου όταν στολίζεσαι,
να πας στην εκκλησιά σου,

Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο,
και το φεγγάρι αγκάλη, 
και τον καθάριο αυγερινό, 
τον βάζεις δακτυλίδι.

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε, 
να φάμε και να πιούμε, 
παρά σας αγαπούσαμε, 
κι ήρθαμε να σας δούμε. 

Εδώ που τραγουδήσαμε, 
πέτρα να μη ραγίσει, 
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, 
πολλούς χρόνους να ζήσει. 

Δώστε μας και τον κόκορα, 
δώστε μας και την κότα, 
δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά, 
να πάμε σ’ άλλη πόρτα.



Ποντιακά Κάλαντα Χριστουγέννων

Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον, χα καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα.
Χριστός γεννήθηκε, χαρά στον κόσμο, να καλή ώρα, καλή σου ημέρα. 
Χα καλόν παιδίν οψέ ’γεννέθεν, οψέ ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Να καλό παιδί χθες γεννήθηκε, χθες γεννήθηκε, ουρανοστάθηκε. 
Τον εγέννεσεν η Παναΐα, τον ενέστεσεν (Αϊ Παρθένος-δις).
Τον γέννησε η Παναγία, τον ανέστησε η Αγία Παρθένα. 
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν κι εκατήβεν ’ς σο σταυροδρόμινΚαβάλησε χρυσό πουλάρι και κατέβηκε στο σταυροδρόμι 
Έρπαξαν Ατον οι χίλ’ Εβραίοι, οι χίλ’ Εβραίοι και μύρ’(ιοι) Εβραίοι.Τον άρπαξαν οι χίλιοι Εβραίοι, οι χίλιοι Εβραίοι και μύριοι Εβραίοι. 
Ας ακρεντικά κι ας σην καρδίαν αίμαν έσταξεν, χολή ’κ’ εφάνθεν.Απ’ τα άκρα κι απ’ την καρδιά αίμα έσταξε, θυμός δεν φάνηκε. 
Ούμπαν έσταξεν, και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία.Όπου έσταξε ήταν μύρο, ήταν μύρο και ευωδία. 
Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν, για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα.Το μύρισε ο κόσμος όλος, μύρισέ το κι εσύ αφέντη. 
Συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα.Εσύ αφέντη, καλέ μου αφέντη. 
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα και θημίζ’νε τον νοικοκύρην,Ήρθαν του Χριστού τα παλικάρια και ψάλλουν στον νοικοκύρη, 
Νοικοκύρη μ’ και βασιλέα.Νοικοκύρη μου και βασιλιά. 
Δέβα ’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάραΠήγαινε στο ράφι κι έλα στην πόρτα, δώσε μας χουρμάδες και φουντούκια 
Κι αν ανοί’εις μας, χαράν ’ς σην πόρτα σ’.
Κι αν μας ανοίξεις, χαρά στην πόρτα σου.




ασδφασδφασδφασδφασδ

 
Developed by electro-net.gr