O Φώτης Γιαγκούλας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ήταν Έλληνας λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Σερβίων.
Η συμμορία του στις αρχές του 1920 είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου, και όχι μόνο καθώς δρούσαν και στα Πιέρια, την Ελασσόνα, την Κοζάνη. Όπως σχεδόν όλοι οι λήσταρχοι πίστευε ότι διορθώνει τις αδικίες, ότι τιμωρεί την εξουσία, τους προδότες και συγχρόνως βοηθά τους φτωχούς και αδικημένους.
Εκτιμάται ότι δολοφόνησε δεκάδες άτομα, τουλάχιστον 54 με το μαχαίρι του την «Παρδάλα».
Θρασύς, είχε καταφέρει να ξεγλιστρίσει αρκετές φορές από τα χέρια των διωκτικών αρχών, λάτρης της καλής ζωής, ένας όμορφος -όπως λέγεται- άνδρας που γοήτευε τις γυναίκες. Επικηρυγμένος για πολλά χρήματα, με τις αρχές να τον αναζητούν μανιωδώς, ο Γιαγκούλας συχνά μεταμφιεζόταν προκειμένου να τους ξεφεύγει. Οι μεταμφιέσεις του ήταν τόσο πετυχημένες που λέγεται ότι κατάφερνε να κάθεται ακόμη και ακριβώς δίπλα από τους αστυνομικούς και να κρυφακούει τα σχέδια που κατάστρωναν για να τον συλλάβουν!
Μια φορά μάλιστα ο Γιαγκούλας φεύγοντας από το εστιατόριο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας» κι έφυγε. Όταν ο εστιάτορας το βρήκε και το έδειξε στους κυνηγούς, εκείνοι έγιναν έξαλλοι. Έτρωγαν δίπλα στο θήραμά τους, που δημόσια τους χλεύαζε και τους γελοιοποιούσε.
Ο Γιαγκούλας νεκρός
Ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου. Μαζί του σκοτώθηκε και ο εκλεκτός συνεργάτης του, Πάνος Μπαμπάνης. Επίσης, σκοτώθηκε ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Του πήραν το κεφάλι
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο.
Ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος» περιγράφει τη στιγμή που ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης ζήτησε να κόψουν το κεφάλι του Γιαγκούλα. «''Τι τους κοιτάτε, μωρέ, και δεν τους παίρνετε τα κεφάλια; Περιμένετε να ζωντανέψουν; Πάει τέλειωσε μ’ αυτούς, κόψτε τα να τελειώνουμε!'' βρυχήθηκε ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης. Είχε στραβώσει το πηλήκιο με το έμβλημα της Δημοκρατίας που φορούσε και τα γαλόνια στα μανίκια της στολής του ήταν γεμάτα σκόνη και καπνιά.
Οι μπότες του ήταν άβαφες, βρόμικες, γδαρμένες κι ο ίδιος έδειχνε ανήσυχος. Κάθε τόσο χτυπούσε τα πόδια του στις πέτρες να διορθώσει ό,τι μπορούσε να διορθωθεί από την τσαλακωμένη του εμφάνιση κι έριχνε άγριες ματιές κατά το μέρος του πισθάγκωνα δεμένου Λεωνίδα Μπαμπάνη που τον φύλαγαν δυο χωροφύλακες. Οι περισσότεροι από τους άντρες του αποσπάσματος τον κοιτούσαν σιωπηλοί. Δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο αυτό που ζητούσε ο καπετάνιος τους. Και μόνο που το σκέφτονταν, ιδιαίτερα κάτι νέα και πρωτόβγαλτα παλικαράκια, ανατρίχιαζαν.
Από την άλλη τα κεφάλια έπρεπε να κοπούν όσο τα κορμιά των ληστών ήταν ακόμη ζεστά και δεν είχε αρχίσει να στεγνώνει το αίμα.
Από τη δύσκολη θέση τούς έβγαλε ένας γεροδεμένος και ηλιοψημένος άντρας που είχε ακολουθήσει εθελοντικά το απόσπασμα και τώρα αποτραβηγμένος κάπνιζε σιωπηλά το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. – Καπετάνιο, στον Γιαγκούλα άφησέ με να το κάνω εγώ! πρότεινε με δυνατή φωνή. Άφησέ με να του πάρω εγώ το κεφάλι όπως το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου!
Ο Πετράκης στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός καράβλαχος με στεγνό πρόσωπο, μικρά πονηρά μάτια και μαύρο καλπάκι που του έκρυβε το μισό κεφάλι.
– Ποιος είσαι εσύ, μωρέ; ρώτησε παραξενεμένος ο μοίραρχος, καθώς δεν μπορούσε να τους θυμάται όλους.
– Εγώ, καπετάνιο μου, είμαι ο Καλαϊτζής ο κτηνοτρόφος! είπε εκείνος.
Ο Πετράκης παραξενεύτηκε.
– Και γιατί θέλεις να το κόψεις εσύ, μωρέ, κι όχι κανένας άλλος; Είχες τίποτα προηγούμενα μαζί του;
– Είχα, καπετάνιο, πώς δεν είχα. Κάποτε με είχαν πιάσει ληστές κι ήθελαν να με σκοτώσουν γιατί νόμιζαν ότι τους πρόδιδα στα αποσπάσματα. Όμως στο τέλος τη γλίτωσα φτηνά.
Ο Καλαϊτζής γύρισε από τη μια κι από την άλλη το κεφάλι του δείχνοντας τα δυο υπόλοιπα από τα κομμένα αυτιά του. Μικρά κομμάτια πετσοκομμένης σάρκας κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, κακοραμμένα από κάποιον αλμπάνη παρά από επιστήμονα γιατρό και χειρουργό.
Ο Πετράκης συμφώνησε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα συνηθισμένο μαχαίρι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν στην υπηρεσία για να κόβουν ψωμί, και του το πρότεινε.
– Κάνε ό,τι μπορείς μ’ αυτό, αλλά όσο πιο γρήγορα, να μη μας πάρει η νύχτα.
– Να ’σαι ήσυχος, καπετάνιο, εγώ σε κάτι τέτοια είμαι μάνα! τον διαβεβαίωσε ο κτηνοτρόφος σκύβοντας πάνω από το νεκρό και ματωμένο κορμί του λήσταρχου. Αλλά θα μου επιτρέψεις, γιατί έχω το δικό μου, είπε δείχνοντας μια τεράστια μαχαίρα».
«Η παρδάλα»
Το 1917 ο Γιαγκούλας απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος, σύμφωνα με το Εγκληματολογικό Μουσείο, είχε χαράξει το εξής κείμενο: «Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου.
Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα» (με το οποίο εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.