Βίος Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω
Τα πρώτα χρόνια
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε περίπου το 1500 μ. Χ. στη Θεσσαλία, στο χωριό Πλάτινα της Επαρχίας Φαναριού των Τρικάλων. Οι γονείς του, Νικόλαος και Θεοδώρα, ήσαν πτωχοί μεν,
άλλα πολύ ευσεβείς. Με ιδιαίτερη φροντίδα πρόσεχαν τον μικρόν Διονύσιο. Αυτός ήταν ο θησαυρός των, αυτός η περιουσία των. Όταν ήτο βρέφος ακόμη και κοιμόταν, οι γονείς του
βλέπανε από πάνω του ένα φωτεινό σταυρό, που λαμποκοπούσε, σαν τον ήλιο. Αυτό, έλεγαν, ότι ήταν σημείο, που φανέρωνε την κατά Θεό προκοπή του, όταν θα μεγάλωνε.
Όταν έφτασε σε ηλικία επτά χρονών, τον πήγανε σε σχολείο να μάθει γράμματα. Ο Διονύσιος είχε επίδοση εις τα γράμματα. Κυρίως, όμως, προσπαθούσε να μελετά και
συμμορφώνεται με τις εντολές της Άγιας Γραφής, την οποίαν συνεχώς διάβαζε. Έμαθε και την καλλιγραφία. Την ήθελε, δια να αντιγράφει την Άγια Γραφή και τα θρησκευτικά βιβλία,
δια να διαβάζουν και ωφελούνται ψυχικά οι Χριστιανοί.
Στα Μετέωρα
Μετά από καιρό οι γονείς του απέθαναν. Έμεινε ορφανός και μόνος στη ζωή. Για να εξοικονομεί ο Διονύσιος τα απαραίτητα, δίδασκε τα παιδιά των συγχωριανών του. Του
άρεσε η εργασία αυτή, διότι εύρισκε ευκαιρία να ωφελεί τα παιδιά και ψυχικά. Αλλά η μελέτη της Άγιας Γραφής τον ώθησε στο να πάρει μια γενναία απόφαση. Μα γίνει
Μοναχός. Εκείνον μάλιστα τον καιρό έτυχε να πέραση από το χωριό του ένας ιερομόναχος, Άνθιμος ονομαζόμενος, από τα Μετέωρα. Με αυτόν συζήτησαν επί πολύ και μετά
απεφάσισε να τον ακολουθήσει. Στα Μετέωρα υποτάχθηκε σ' έναν ενάρετο Μοναχό, Σάββα ονομαζόμενο. Τον υπηρετούσε με άκρα ταπείνωση, φυλάγοντας όλες τις εντολές του Θεού
και τους κανονισμούς του Μοναχισμού. Με κάθε δε επιμέλεια και προθυμία προσπαθούσε ν' απόκτηση όλες τις αρετές. Εκεί έμεινε αρκετόν καιρό. Αλλά θέλησε κατόπιν να πάει και
στο Άγιο Όρος, για περισσότερη άσκηση και ησυχία. Στο Άγιο Όρος με τις χιλιάδες των Μοναχών του, θα εύρισκε πολλά παραδείγματα Αγίων Πατέρων, για να μιμηθεί.
Στο Περιβόλι της Παναγίας
Φθάνει μετά από πολύ κόπο στο Άγιο Όρος, στο Περιβόλι της Παναγίας. Εκεί ζήτησε να βρει έναν αυστηρό και ενάρετο πνευματικό. Σαν τέτοιο του υπέδειξαν τον Γέροντα Σεραφείμ,
που είχε τότε μεγάλη φήμη πνευματικού ανδρός στον Άθωνα. Ακολούθως τον έκαμε Μοναχό, του έκαμε την κουρά του, διότι μέχρι τότε ήταν δόκιμος. Ο Επίσκοπος της
Αγιορείτικης Πολιτείας εξετίμησε τις αρετές του Διονυσίου και τον χειροτόνησε διάκονο και εν συνεχεία πρεσβύτερο. Ο γέρο-Σεραφείμ, βλέποντας τις αρετές του, τον θαύμαζε και τον
καμάρωνε. Μετά από λίγο καιρό ζήτησε την άδεια από τον Γέροντα του να φύγει στο πιο ερημικό και απόμερο σημείο του Άθωνα, όπου θα ζούσε περισσότερο κοντά στο Θεό.
Πράγματι! Έφτασε στην Σκήτη του Καρακάλλου, όπου βρήκε ένα απόκρημνο και δύσβατο μέρος. Εκεί έκτισε το κελί του και ένα Εκκλησάκι ιδιαίτερο στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Νήστευε, αγρυπνούσε, προσευχόταν με πολλά δάκρυα, για τον εαυτόν του και για τους συνανθρώπους του. Τροφή του καθημερινή ήταν η Άγια Γραφή. Εκεί επάνω στο αιώνιο
βιβλίο, περνούσε πολλές ώρες της ημέρες σκυμμένος. Έτρωγε μία φορά την ημέρα. Και αυτή το απόγευμα μετά την Ενάτη. Μόνον, όταν τον έπαιρνε κανείς από τους πατέρας στο
κελί του, για να λειτουργήσει, έτρωγε περισσότερο. Και τούτο για ν' αποφύγει τον έπαινο. Η ακτημοσύνη του ήταν παροιμιώδης. Ποτέ δεν έβαλε κλειδί στην πόρτα του. Δεν είχε φόβο,
ότι θα έχανε κάτι. Δεν είχε άλλωστε τίποτε. Εκεί ασκήτεψε τρία χρόνια.
Ο Όσιος είχε την επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Ιερό Τόπο των Ιεροσολύμων. Επήγε εκεί και έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Κατόπιν ξαναγύρισε στο κελί του όπου έζησε
ερημικά για δέκα έτη με αυστηρή άσκηση, προσευχή και νηστεία, βιώνοντας πολλές θαυματουργικές ενέργειες του Θεού.
Ηγούμενος
Η αρετή του Διονυσίου έγινε γνωστή σ' ολόκληρο το Άγιο Όρος. Εκείνη δε την εποχή η Μονή Φιλοθέου δεν είχε Ηγούμενο. Οι Πατέρες τον παρεκάλεσαν ν' αναλάβει την
προστασία της. Και ο Άγιος δεν αρνήθηκε. Παράλαβε το εξαθλιωμένο Μοναστήρι, που τότε ήταν Βουλγαρικό. Προσπάθησε να επιβάλει τάξη και ευπρέπεια. Για να ανορθώσει τα
οικονομικά δεν δίστασε να ταξιδέψει και στην Κωνσταντινούπολη Εκεί μάζεψε για το Μοναστήρι αρκετές εισφορές των Χριστιανών, όπως συνήθιζε τότε. Από την
Κωνσταντινούπολη ήλθαν αρκετοί μαζί του και έγιναν μοναχοί στο Όρος. Στην προσπάθειά του, όμως, από Βουλγαρική να την κάμει Ελληνική την Μονή, συνάντησε μεγάλες
αντιδράσεις και μίσος. Τόσον δε ήτο το μίσος και η πανουργία τους, ώστε αποφάσισε να φύγει. Και πράγματι έφυγε.
Στη Σκήτη της Βερροίας
Αποχαιρέτησε ο Διονύσιος τους αγαπητούς Μοναχούς και αναχώρησε. Έφτασε στη Σκήτη της Βερροίας, όπου υπήρχαν είκοσι Μοναχοί. Επίσης, από είκοσι ήσαν στη Μονή του Αγίου
Αντωνίου, στην Παναγία και την Άγια Τριάδα. Δέκα ήσαν εις τον Πρόδρομο. Εδώ εγκαταστάθηκε ο Διονύσιος. Η αρετή του μέσα σε λίγο καιρό διαδόθηκε σ' ολόκληρη την
περιοχή. Όπως ο μαγνήτης τραβάει το σίδηρο, έτσι και η αγιότης του Όσιου μάζευε κοντά του τους ανθρώπους, που είχαν ανώτερες εφέσεις και ιδανικά και που ήθελαν ν'
αφιερωθούν εις τον Θεό. Έτσι η έρημος απέκτησε πολλά παιδιά. Κουράστηκε πολύ, για να ανοικοδομήσει το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Εργαζότανε και ο ίδιος χειρωνακτικά.
Το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου το έκαμε κοινόβιο. Παρέδωσε ο Άγιος στους Μοναχούς τρόπους και Κανόνες ζωής. Το Μοναστήρι το έκαμε μια πνευματική κυψέλη.
Και η φιλανθρωπική του δράσις ήταν πλούσια.
Εκείνη, όμως, την εποχή εκοιμήθη ο Επίσκοπος Βερροίας και όλοι οι πρόκριτοι τον εζήτησαν από κοινού, για του Αρχιερέως το υπούργημα. Ο Διονύσιος αναλογιζόμενος τις μεγάλες
ευθύνες και την αδυναμία του, όπως έλεγε, αρνήθηκε. Επειδή εκείνοι επέμεναν, τους είπε να αναμείνουν και την άλλη μέρα θα τους έδιδε την απάντηση. Αυτός το βράδυ άνοιξε το
Ευαγγέλιο και έπεσε το μάτι του σ' ένα στίχο. Από αυτό κατάλαβε, ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να γίνει Αρχιερεύς. Θέλησε ν' αποτραβηχτεί σε ήσυχο ερημικό μέρος και να
καλλιεργήσει πνευματικά τον εαυτόν του και να σώσει την ψυχή του. Ήταν, ο μακάριος πολύ ταπεινός. Δεν ήθελε τιμές και αξιώματα.
Στον Όλυμπο
Μετά από αρκετόν καιρό ήθελε να φύγει για τον Όλυμπο. Ποθούσε να πάει σε πιο ήσυχο μέρος. Έλαβε, λοιπόν, τις κατάλληλες πληροφορίες κι' αναχώρησε. Έφτασε στο Μοναστήρι
της Άγιας Τριάδος κι' ερεύνησε την περιοχή. Σαν πιο κατάλληλο τόπο βρήκε μια σπηλιά, όπου και ασκήτεψε. Η σπηλιά αυτή σώζεται μέχρι σήμερον. Το δε Μοναστήρι της Αγίας
Τριάδος, το ανασυγκρότησε πλήρως. Σε λίγο καιρό ακούστηκε στα περίχωρα, ότι εγκαταστάθηκε εκεί ένας ασκητής Άγιος. Γι' αυτό ήλθε ένας Μοναχός να συνασκήσουν.
Ο Όσιος τον δέχτηκε με χαρά. Κατόπιν, ήλθαν και άλλοι και πάλιν άλλοι και πλήθυναν πολύ. Τότε ο Όσιος, άρχισε να κτίζει κελιά και Εκκλησία, που τους ήταν αναγκαία. Δυστυχώς
όμως, ο ηγεμόνας του τόπου θύμωσε, όταν το έμαθε. Έκτιζαν χωρίς την άδειά του. Ο δε δικαστής της Λαρίσης, διέταξε να τους πάνε δεμένους στη Λάρισα. Τους ειδοποίησαν,
όμως, οι Χριστιανοί και φύγανε και πήγανε στο Πήλιο, κοντά στη Ζαγορά. Εκεί έκτισε κελιά και ήλθαν πολλοί Μοναχοί.
Η επιστροφή
Από την ώρα, που έδιωξαν τον Διονύσιο οι κάτοικοι της περιοχής του Ολύμπου εκεί δεν έβρεξε καθόλου. Οι κάτοικοι είχαν στενοχώρια μεγάλη. Μια ήμερα φάνηκαν στον ορίζοντα,
μετά από τόσον καιρό, δύο μαύρα μεγάλα σύννεφα. Όλοι περίμεναν το θαύμα. Περίμεναν ο θεός να στείλει την ευεργετική και ζωογόνο βροχούλα, για να ποτίσει την διψασμένη γη.
Τα σύννεφα, όμως, δεν έστειλαν αυτό που περίμεναν: την βροχή. Τουναντίον έριξαν μεγάλους βόλους χαλάζι, που χάλασε τα δένδρα, αμπέλια και ότι άλλο είχε απομείνει από
την ξηρασία. Ο Ιερεύς του χωριού κατάλαβε τότε και είπε στους ανθρώπους, ότι αυτό ήταν σημάδι του Θεού, για την συμπεριφορά τους που έδειξαν προς τον Άγιο. Ο άρχοντας της
περιοχής, μετά την εξήγηση του Ιερέως, έδωσε εντολή να πάνε οι πρόκριτοι και να ξαναφέρουν τον Άγιο. Πράγματι, μέσα σε τρεις ημέρες η αποστολή έφθασε στο Πήλιο.
Παρεκάλεσαν με δάκρυα τον Άγιο να τους λυπηθεί και να έλθει. Ο Όσιος φοβότανε μήπως είναι παγίδα. Ο Ιερεύς όμως τον διαβεβαίωσε, ότι δεν υπάρχει τέτοιος δόλος. Του έδειξε
άλλωστε και το υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από τον άρχοντα γράμμα. Και έτσι ο Άγιος επέστρεψε στο Λιτόχωρο.
Έκτιζε κελιά και Ναό και πάλιν βρισκότανε στην ανάγκη να κτίσει και άλλα. Αρκετός αριθμός ανθρώπων ηλεκτρίσθηκε και ερχόταν κοντά του. Ο Άγιος παρ' όλον, που επιθυμούσε πολύ
την ησυχία, την μοίραζε, άλλοτε διδάσκοντας τον λαό και άλλοτε βοηθώντας στο κτίσιμο του Μοναστηριού.
Δύο φορές το χρόνο συνήθιζε ο Άγιος Διονύσιος να ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου (στις 20 Ιουλίου και στις 6 Αυγούστου). Λειτουργούσε στο πανοραματικό εκείνο μέρος και
ένοιωθε έτσι πιο κοντά στον Πλάστη του.
Η κοίμηση του
Ο Άγιος αξιώθηκε από τον Κύριο με το διορατικό χάρισμα καθώς έκανε και πολλά θαύματα προς δόξαν του Θεού. Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος σ' αυτή τη ζωή. Και οι Άγιοι περνούν
από την δοκιμασία του θανάτου. Και ο Άγιος Διονύσιος έπρεπε να φύγει από τον μάταιο αυτόν κόσμο. Ήλθε η ώρα του. Βρισκόταν τότε σε κάποιο Μοναστήρι του Πηλίου με τον
Ηγούμενο Παρθένιο. Εκεί, την ώρα του μεσονυκτικού, είδε όραμα. Του απεκάλυψε ο Θεός τον θάνατον του. Ζήτησε κατόπιν την άδεια του Ηγουμένου και αναχώρησε για τον Όλυμπο.
Εκεί ήθελε να παραδώσει το πνεύμα του. Εκεί που εργάσθηκε περισσότερο καιρό.
Αποχαιρετώντας τους αδελφούς, τους είπε: -Αδελφοί και Πατέρες και τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, όπως με πληροφόρησε ο Θεός. Σας παραγγέλλω, λοιπόν, να μη
αμελείτε την ψυχή σας, αλλά να μετανοείτε για τις αμαρτίες σας έως ότου έχετε καιρόν, δια να γλυτώσετε την ατελεύτητη Κόλαση και να αξιωθείτε να απολαύσετε την αιώνια
αγαλλίαση.
Οι Πατέρες του Ολύμπου τον υπεδέχθησαν με χαρά. Αλλά εκείνος δεν εκάθησε στο Μοναστήρι. Κατέφυγε στη σπηλιά, που ήταν πιο πάνω, χωρίς θέρμανση και πολλά
σκεπάσματα. Ας ήταν χειμώνας. Εκεί μελετούσε μέρα και νύκτα. Προσευχότανε και έλεγε τους ύμνους του όσιου Θηκαρά. Ήταν Ιανουάριος και χιόνιζε και αυτός ήταν χωρίς
ζεστασιά.
Το πολύ κρύο τον τσάκισε και αρρώστησε. Μόνον έτσι κατέβηκε στο Κοινόβιο, που ο ίδιος δημιούργησε. Οι Πατέρες τον περιποιήθηκαν. Και εκείνος τους έδωσε, σαν φιλόστοργος
ποιμένας, τις συμβουλές του. Συμβούλεψε μαζί, τον καθένα χωριστά, πως πρέπει να φυλάγουν τους Κανόνες της μοναχικής ζωής.
Μετά από εκτενή και θερμή προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα την 23ην Ιανουαρίου εις τον Θεό, που τόσον αγάπησε, αλλά και τόσον υπηρέτησε πιστά σ' όλη τη ζωή του. Το τίμιο του
λείψανο ενταφίασαν στον Νάρθηκα της Εκκλησίας, που ο ίδιος έκτισε. Μετά από λίγα χρόνια έσκαψαν τον τάφο και βρήκαν το άγιό του λείψανο να ευωδιάζει από άρρητη
ευωδιά. Πολλά θαύματα έκαμε ο Άγιος και μετά την κοίμηση του και κάμνει συνεχώς στο συρρέον εκεί με πίστη πλήθος.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάισμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοὶς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.